- ἐπιγνώμονα
- ἐπιγνώμωνarbitermasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιγνώμον' — ἐπιγνώμονα , ἐπιγνώμων arbiter masc/fem acc sg ἐπιγνώμονι , ἐπιγνώμων arbiter masc/fem dat sg ἐπιγνώμονε , ἐπιγνώμων arbiter masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγνώμων — ἐπιγνώμων, ο (AM) [επιγιγνώσκω] 1. έμπειρος 2. αυτός που συγχωρεί αρχ. 1. αιρετός κριτής, διαιτητής 2. εκτιμητής («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἷναι τοῡ παιδός», Δημοσθ.) 3. επιστάτης, επόπτης … Dictionary of Greek